
από τη blogger
Το μονοπατάκι ήταν ακόμη νωπό από τη χτεσινοβραδινή μοσχοβολιστή βροχούλα. Ο Άνθρωπος πατούσε ανάλαφρα κι ένα τραγούδι που μισοκρυβόταν στο μυαλό του βρήκε τώρα διέξοδο στα χείλη του μικρό κελαριστό μουρμουρητό. Τα χρώματα ήταν όλα λαμπερά, καινούρια, αστραφτερά, φωνάζαν όλα τη χαρά τους γύρω. Σχεδόν την άκουγε, τραγούδι των χρωμάτων σιωπηλό.
«Ας τα ρωτήσω κιόλας» σκέφτηκε, «ποιος ξέρει τι στ΄αλήθεια να γιορτάζουνε μ΄αυτή τη λάμψη….» και κοντοστάθηκε μπροστά σε ένα κατακόκκινο λουλούδι.
«Γεια σου!» του είπε και του χαμογέλασε πλατιά.
«Γεια σου και σένα…» έσκυψε λιγάκι τα ψηλά τα πέταλά του το λουλούδι.
«Πόσο όμορφα λάμπεις τα κόκκινα χρώματά σου στον ήλιο σήμερα το πρωί!».
Το λουλούδι έμοιασε να σκύβει λίγο ακόμη, θα ‘λεγες πως κι άλλο λίγο κοκκίνησε, έτσι θα ‘λεγες μα ήταν ήδη τόσο κόκκινο που κάτι τέτοιο φάνταζε αδύνατο.
«Τι γιορτάζεις λοιπόν;» το ρώτησε όλο περιέργεια. Και τότε το λουλούδι τέντωσε και τον ουράνιο θόλο έδειξε με τα γυαλιστερά τα πέταλά του.
«Γιορτάζω όλα τα κόκκινα της πλάσης! Τη Δύση, την Ανατολή, το χώμα της αυλής, τα ντοματίνια στα παρτέρια, της Μαίρης τα μακριά μαλλιά, το αίμα, το κρασί, τα χείλη της Ανθής και την πιπεριά που καίει» απάντησε αργά και ψιθυριστά το κόκκινο λουλουδάκι.
«Υπέροχα!» ξεφώνισε, και φεύγοντας χαΐδεψε τα λαμπερά τα άλικα τα πέταλά του.
Συνέχισε μ΄ανάλαφρο το βήμα, κι όλο τριγύρω η ματιά ξεχώριζε χιλιάδες αποχρώσεις του κόκκινου, λες και ξεκλείδωσε η φύση από του άνθους την ομολογία, λες και τα ‘χε κρυμμένα πριν και τώρα τα ‘βγαλε σε θέα κοινή, μικρά μεγάλα θαύματα του Κόκκινου τριγύρω.
Και τότε, ένα μπλε βαθύ, του βλέμματος το κόκκινο ταξίδι διέκοψε απότομα. Στεκότανε παράμερα, ψιλόλιγνο, και λικνιζότανε στης αύρας το τραγούδι.
Γρήγορα γρήγορα και με λαχτάρα ο Άνθρωπος το σίμωσε.
«Γεια σου!» του είπε. «Πόσο όμορφα ξεχωριστά γυαλίζεις!»
Μα τούτο ούτε έσκυψε ούτε ψιθύρισε. Αντίθετα, σίγουρο και ακλόνητο απάντησε αμέσως δίχως δισταγμό :
«Όλοι ξεχωριστά γυαλίζουμε».
Κοιτάχτηκε ο Άνθρωπος, και ναι, τα χέρια του, τα πόδια του, όλα γυαλίζανε, μα πάνω απ΄όλα και πρωτίστως ένιωθε τη γυαλάδα στην Καρδιά του.
«Και τι γιορτάζεις με το λαμπερό το μπλε σου;»
«Γιορτάζω όλα τα Μπλε της πλάσης. Τον ουρανό, τη θάλασσα, λίγο τις μελιτζάνες, σίγουρα τα βατόμουρα, τα μάτια του Αστέριου, τον πάνθηρα όταν το μπάνιο του έχει κάνει, του Αιγαίου τα παραθυρόφυλλα και τα κοράλλια.»
Γύρισε ο Άνθρωπος και κοίταξε γύρω, και ξάφνου λες και στήθηκε γιορτή μεγάλη, λες κι ήταν Ανάσταση και το χωριό της φύσης όλο στο πόδι, και πρόβαλλαν παντού χιλιάδες χρώματα, μυριάδες αποχρώσεις, κι όλες γυαλίζανε κι η μια στην άλλην ρίχνανε χαμόγελα αγάπης.
Συνεπαρμένος από τούτη τη λαμπρή την οπτική μαγεία, προχώρησε αργά το μονοπάτι ο Άνθρωπος, ακροπατώντας για να μη διακόψει τη γιορτινή ετοιμασία της φύσης. Τότε είδε δίπλα εκεί στο πάτημά του ένα μοναχικό θλιμμένο φυλλαράκι. Προσεκτικά γονάτισε κοντά του και με τον ίδιο ενθουσιασμό, μα λίγο πιο σιγά και πιο αργά θα έλεγες, του είπε:
«Γεια σου!». Μα τούτο δεν απάντησε καθόλου.
«Γιατί κάθεσαι σιωπηλό και άλαμπο μέσα σε μια τέτοια τρανή χρωματική τριγύρω πανδαισία;»
Μα τούτο δεν απάντησε καθόλου.
«Κοίταξε γύρω, πόσα χρώματα στολίζουνε τον κόσμο! Πόσα αρώματα σκορπίζουνε μηνύματα ομορφιάς! Γιατί θλιμμένο κάθεσαι μονάχο;»
Μικρή και κουρασμένη ψιθυριστή βγήκε η φωνούλα του.
«Δεν έχω τίποτα άξιο να υμνήσω…»
«Πώς γίνεται αυτό;» ο Άνθρωπος απόρησε. «Όλοι ξεχωριστά γυαλίζουμε! Όλοι έχουμε Αξία να υμνήσουμε!»
«Εγώ δεν έχω, κοίταξέ με λοιπόν!» απάντησε το φυλλαράκι. «Είμαι σκέτο, μονάχο, χωρίς χρώμα, χωρίς άνθη, είμαι άμοιρο και μοιραία ανάξιο!»
«Μα τι λες;» άνοιξε διάπλατα τα μάτια του ο Άνθρωπος.
Το φυλλαράκι συνέχισε, τώρα πιο δυνατά σαν καταρράχτης:
«Ανάξιο και ανάνθιστο, σα να μην έφτανε αυτό έχω κι ένα καρούμπαλο που με ντροπιάζει ακόμη παραπάνω.» Και σήκωσε το μίσχο που έκρυβε με προσοχή, να του τον δείξει.
Κοίταξε ο Άνθρωπος το μίσχο από κοντά, κι είδε στην άκρη του ένα μακρόστενο -πράγματι έμοιαζε- καρούμπαλο να προεξέχει. Γέλασε τότε, λαμπερά, μ΄αυτό το γέλιο που γεμίζει την καρδιά σου, μα έξω ίσως και κανείς να μην τ΄ακούει.
«Δεν είναι αυτό καρούμπαλο αγαπητό μου Φυλλαράκι. Αυτό είναι το δικό σου Θαύμα. Είναι το μαγικό δικό σου χρωματάκι, είναι ο λόγος σου να Υμνείς!»
«Μα τι μου λες;» απάντησε το φυλλαράκι, μη ξέροντας αν θα θυμώσει ή θα κλάψει από την κοροϊδία των Ανθρώπων. Όμως ακόμη και τα δάκρυα χαμένα θα πηγαίναν, μέσα στη νοτισμένη τη γεμάτη δροσοστάλες πλάση.
«Σου λέω πως όλοι ξεχωριστά γυαλίζουμε» του χαμογέλασε ο Άνθρωπος ζεστά. «Σε λίγες μέρες, αυτό εδώ που το ονόμασες καρούμπαλο, θα ανοίξει και θα φανερώσει σε σένα πρώτα, κι έπειτα σ΄ όλα τα άλλα άνθη, το λόγο που έχεις να γυαλίζεις και την πλάση να υμνείς! Και τότε θα ‘ρθω να σε δω, μάρτυρας να ‘μαι του δικού σου Χρώματος που την παλέτα της Μαγείας θα γεμίσει!»
Έμεινε ακίνητο το φυλλαράκι, ο χρόνος ξαφνικά σταμάτησε. «Πώς θα τα κάνει όλα αυτά; Αυτό είναι ένα καρούμπαλο» ξεψυχισμένα ρώτησε, σα να μονολογούσε, προσπαθώντας συνάμα να καταπνίξει κάτι που φούντωνε μέσα του κι έμοιαζε με Ελπίδα.
«Αυτό είναι ένα Μπουμπούκι!» του είπε ο Άνθρωπος την ώρα που σηκωνότανε από κοντά του και τριπόδιζε ξανά κατηφορίζοντας το μονοπάτι της Γιορτής.
Τα άρθρα που παρουσιάζονται σε αυτό το blog αποτελούν κατά κύριο λόγο παραίνεση προς τον αναγνώστη να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι κατανόησης και αναζήτησης. Η Διάκριση είναι το πρώτο βήμα της Κυριαρχίας, ως εκ τούτου ο καθένας μας είναι απόλυτα υπεύθυνος για την επιλογή του να πιστεύει ή να διερευνά ασταμάτητα.
Συγχαριτηρια ηλιαχτιδα..
Ζουμε την μαγεια της υπαρξης και καποιοι απο εμας εχουν τις κεραιες τους ανοιχτες και βλεπουν α ληθη να. Α ληθη να.
Οι αλλοι υπνοβατες προσπερνουν τρεχοντας α ληθη νοι τυφλοποντικες… με αμπαρωμενη την καρδια τους.
Ειναι η αφυπνισμενη καρδια που βλεπει και οχι ο αισθητος νους..που προγραμματιστηκε να τρεχει σαν κουρδιστο πορτοκαλι στον κατηφορο..
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Υπέροχη αυτή η πορεία διαμέσου τού Μονοπατιού τής Εορτής.
Σ’ ευχαριστώ!
☀️
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
ολοι ειμαστε διαφορετικοι οχι ξεχωριστοι , γιαυτο λαμπουμε διαφορετικα αλλα σαν ενα απο το ενα
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο